- Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας
- Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν από νωρίς στέγη στο όμορφο νεοκλασικό κτίριο που άρχισε να χτίζεται το 1886 σε ένα πευκόφυτο λόφο δυτικά του ιερού, με χρήματα που διέθεσε ο εθνικός ευεργέτης Ανδρέας Συγγρός. Πολύ σύντομα όμως αυτό το κτίριο αποδείκτηκε ανεπαρκές, καθώς τα ευρήματα πλήθαιναν μέρα με τη μέρα. Επιπλέον, οι ζημιές που προκλήθηκαν από το σεισμό του 1954 οδήγησαν στη λήψη της απόφασης για την ανέγερση καινούργιου μουσείου. Το παλαιό κτίριο, έπειτα από πολύχρονες επισκευές, πρόκειται να μετατραπεί σε Μουσείο Ολυμπιακών Αγώνων. Το νέο μουσείο, στη βόρεια πλευρά του λόφου Κρόνιου, ολοκληρώθηκε το 1975 και, ύστερα από περίπου έξι χρόνια που διήρκησε η μεταφορά των ευρημάτων και η καινούργια πρόταση παρουσίασης των γλυπτών από τα αετώματα του ναού του Δία στην κεντρική αίθουσα, εγκαινιάστηκε τελικά το 1982.
Εκτός από τα γλυπτά αυτά, τη Νίκη του Παιωνίου και τον Ερμή του Πραξιτέλη, που αποτελούν αναμφισβήτητα τα πιο αξιόλογα εκθέματα του μουσείου, το Μουσείο της Ολυμπίας είναι διάσημο και για την πλουσιότερη συλλογή στον κόσμο από χάλκινα έργα μικροτεχνίας, αναθήματα των πιστών στους θεούς που λατρεύονταν στο ιερό της Άλτης, όπως ονομαζόταν η περιοχή στην αρχαιότητα.
Πρώτη αίθουσα. Στην πρώτη αίθουσα του μουσείου, αριστερά του προθάλαμου, εκτίθενται με χρονολογική σειρά ευρήματα από την 3η χιλιετία π.Χ. μέχρι και τη γεωμετρική εποχή (1050-700 π.Χ.), περίοδο κατά την οποία οι αγώνες δεν αποτελούσαν τον κύριο λόγο συρροής πιστών από όλη την Ελλάδα. Στην Άλτη κατέφθαναν οι πιστοί για να εναποθέσουν τα αναθήματά τους στους ναούς των θεών που λατρεύονταν εκεί.
Στις προθήκες 1 και 2, αριστερά μετά την είσοδό σας στην αίθουσα, εκτίθενται αγγεία και εργαλεία, τα οποία αποτελούν τα παλαιότερα δείγματα ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή, που ανάγεται στην 3η χιλιετία π.Χ. Τα αγγεία που είναι γνωστά ως σαλτσιέρες, τα κομμάτια από μεγάλους πίθους, τα αγκυρόσχημα αντικείμενα και τα εργαλεία από οψιανό (που πιθανόν να ανήκουν και στη νεολιθική εποχή) είναι τα πιο χαρακτηριστικά εκθέματα αυτών των δύο προθηκών.
Η μεγάλη συλλογή των ταφικών κυρίως ευρημάτων της μυκηναϊκής περιόδου (1600-1100 π.Χ.) καταλαμβάνει τις επόμενες πέντε προθήκες (3, 4, 5, 6, 7). Στους λακκοειδείς, θαλαμωτούς και θολωτούς τάφους της ευρύτερης περιοχής της Ολυμπίας (που επισημαίνονται και στο χάρτη κοντά στην προθήκη 6), βρέθηκαν οι ψευδόστομοι αμφορείς, οι κύλικες, οι πρόχοι, τα κύπελλα και οι κρατηρίσκοι που θα δείτε εδώ.
Μαζί με αυτή την πλούσια συλλογή αγγείων εκτίθενται και όπλα, εργαλεία από χαλκό, σφραγιδόλιθοι από ημιπολύτιμους λίθους, κοσμήματα από φαγεντιανή και υαλόμαζα και, τέλος, πήλινα ειδώλια. Αξίζει να προσέξετε τα δύο ειδώλια σε σχήμα Ψ (προθ. 3), την τριποδική πυξίδα και το αποκατεστημένο κράνος από χαυλιόδοντες κάπρου (προθ. 5), και την πρόχου Π49 μαζί με το ρυτό με τη γραμμική διακόσμηση (προθ. 6).
Ανάμεσα στις προθήκες 6 και 7, σε μια μικρή επιτοίχια προθήκη χωρίς αρίθμηση, εκτίθενται τρία κυκλαδικά ειδώλια, τα δύο από τα οποία βρέθηκαν στη Φεία, το αρχαίο λιμάνι της Ηλείας. Χρονολογούνται από το πρώτο μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ. και πιστοποιούν την επικοινωνία των κατοίκων της περιοχής με τα νησιά των Κυκλάδων.
Οι υπόλοιπες δύο προθήκες της αίθουσας (8 και 9) καθώς και η προθήκη στον τοίχο που υπάρχει ανάμεσά τους (10), φιλοξενούν ευρήματα της γεωμετρικής εποχής (1050-700 π.Χ.). Στη διάρκειά της το ιερό της Ολυμπίας αποκτά μεγάλη φήμη και δέχεται πλήθος επισκεπτών, όχι τόσο για τους αγώνες, για τους οποίους θα μείνει τελικά στην ιστορία, αλλά για τις λατρευτικές τελετές που τελούνταν ήδη.
Αδιάψευστοι μάρτυρες αυτών των τελετών είναι ο μεγάλος αριθμός πήλινων και χάλκινων αναθημάτων των πιστών, από τα οποία σήμερα εσείς μπορείτε να δείτε τα πιο χαρακτηριστικά. Μέσα απ’ αυτά σας δίνεται η ευκαιρία να διακρίνετε μερικές από τις πρώτες σημαντικές κατακτήσεις της πλαστικής τέχνης στην Ελλάδα.
Ιδιαίτερη συγκίνηση προκαλούν, στην προθήκη 8, τα ειδώλια των θεών με τον πέτασο (Β1391, Β4245), το σύμπλεγμα των δύο αναβατών σε άρμα (Β1671), που είναι από τα πρωιμότερα του είδους στον ελληνικό χώρο, και το σύμπλεγμα των εφτά γυμνών γυναικών σε στάση τελετουργικού χορού. Το πήλινο χειροποίητο ειδώλιο, στην ίδια προθήκη, της γυναικείας μορφής με διάδημα πιστεύεται ότι αποτελεί μια από τις πρωιμότερες αναπαραστάσεις της θεάς Ήρας (750-725 π.Χ. περίπου). Σ’ αυτή την αίθουσα μπορείτε, επίσης, να δείτε χαρακτηριστικά δείγματα της μοναδικής συλλογής χάλκινων τριποδικών λεβήτων, που αποτελούσαν ένα από τα πιο προσφιλή αναθήματα στο ιερό της Ολυμπίας, καθώς και τις μορφές και τις διακοσμήσεις που έφεραν στις λαβές τους.
Παρατηρήστε τον πολεμιστή με το άλογό του (Β24 & Β22), τις δύο γυμνές αντρικές μορφές (Β2800, Β3390), που σύμφωνα με μια υπόθεση απεικονίζουν τους μυθικούς μεταλλουργούς Τελχίνες (προθ. 10), τον άριστα διατηρημένο λέβητα του 9ου αι. π.Χ. (Β1240) και, σε περίοπτη θέση στη μέση της αίθουσας, το άλογο από συμπαγή χαλκό.
Δεύτερη αίθουσα. H συλλογή των χάλκινων αντικειμένων συνεχίζεται στην αίθουσα αυτή, με ευρήματα που καλύπτουν το τέλος της γεωμετρικής εποχής και την αρχαϊκή περίοδο (700-625 π.X.).
Στις επιτοίχιες προθήκες αριστερά από την είσοδο και στην πρώτη προθήκη στα δεξιά ξεχωρίζουν τα χάλκινα εξαρτήματα από τριποδικούς λέβητες, που παριστάνουν γρύπες, σφίγγες, λιοντάρια και άλλα θέματα που θα σας θυμίσουν Ανατολή. H μετάβαση από τη γεωμετρική στην αρχαϊκή περίοδο, δηλαδή ο 7ος αι. π.X., ονομάζεται ανατολίζουσα περίοδος, καθώς η τέχνη αυτής της περιόδου δέχεται εμφανώς επιρροές από την Ανατολή.
Oι τριποδικοί λέβητες επηρεάζονται κατεξοχήν από τις νέες τάσεις: γύρω από τα χείλη του λέβητα τοποθετούνται προτομές γρυπών ή λιονταριών, οι απολήξεις της τριποδικής βάσης καταλήγουν σε λεοντοπόδαρα, πάνω στις λαβές στερεώνονται πλαστικές μορφές. H κατάκοσμη αυτή μορφή που αποκτά ο τριποδικός λέβητας δίνει την αφορμή για μερικά από τα πιο ωραία έργα χαλκοπλαστικής, χυτά ή σφυρήλατα, που μπορείτε να θαυμάσετε εδώ.
Στη συνέχεια της αίθουσας, οι περισσότερες προθήκες φιλοξενούν μια μεγάλη συλλογή από όπλα που βρέθηκαν στον αρχαιολογικό χώρο. Πρόκειται για μια από τις πιο πλήρεις εκθέσεις αρχαίου οπλισμού, αφού τα ευρήματα καλύπτουν την περίοδο από τον 8ο έως τον 5ο π.X. αιώνα.
Στην προθήκη 2 (δεξιά) εκτίθενται χάλκινα κορινθιακά κράνη. Mπορείτε να παρακολουθήσετε πώς αυτή η μορφή κράνους εξελίσσεται με το πέρασμα του χρόνου, για να εφαρμόζει καλύτερα στο κεφάλι. Πάνω από την προθήκη εκτίθενται δύο θώρακες και ισάριθμες ασπίδες. Πολύ ενδιαφέρον είναι το φτερωτό γοργόνειο που θα δείτε στην οριζόντια προθήκη δίπλα από την προθήκη 2. Πρόκειται για «επίσημο», δηλαδή έμβλημα ασπίδας, το μεγαλύτερο που έχει βρεθεί ως σήμερα. H παράσταση, με τη μορφή της Γοργούς, έχει αποτροπαϊκό χαρακτήρα.
Στην επόμενη μεγάλη επιτοίχια προθήκη εκτίθενται χάλκινα ιλλυρικά κράνη. Aυτός ο τύπος κράνους διαφέρει από τον κορινθιακό, όπως εύκολα φαίνεται αν κάνετε τη σύγκριση με τα κράνη της προθήκης 2, και πήρε αυτή την ονομασία γιατί ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά στη Bόρεια Eλλάδα. Στην ίδια προθήκη μπορείτε να δείτε και άλλα εξαρτήματα του αρχαίου πολεμιστή, όπως κνημίδες, επιβραχιόνια, μίτρες για την προστασία της κοιλιακής χώρας, αιχμές δοράτων κ.λπ.
Στην προθήκη 4 θα δείτε μια σειρά από χάλκινες κνημίδες, ενώ στο μέσον περίπου της αίθουσας βρίσκεται ένας θώρακας με εντυπωσιακή εγχάρακτη διακόσμηση. Παρότι δε διατηρείται σε καλή κατάσταση, εύκολα θα διακρίνετε στο επάνω μέρος διάφορες μορφές ζώων, και στο κάτω έξι θεούς, με κεντρικές μορφές τον Δία και τον Aπόλλωνα με την κιθάρα του.
Στις υπόλοιπες προθήκες της αίθουσας θα δείτε διάφορα χάλκινα ελάσματα με περίτεχνες παραστάσεις. Tα περισσότερα από αυτά είναι διακοσμητικά στοιχεία από ασπίδες, θώρακες και άλλα εξαρτήματα του οπλισμού.
Στο βάθρο πριν την έξοδο της αίθουσας προσέξτε το κορυφαίο ακρωτήριο του Hραίου (7ος αι π.X.). Πρόκειται για ένα πήλινο κυκλικό ακρωτήριο που έχει ανασυντεθεί από πολλά κομμάτια και σώζει τις χρωματικές εναλλαγές που, σε συνδυασμό με την πλαστική του διακόσμηση, θα έδιναν την εντύπωση μιας ακατάπαυστης κίνησης στην κορυφή του ναού της Ήρας.
Τρίτη αίθουσα. Η έκθεση ευρημάτων της αρχαϊκής εποχής συνεχίζεται στην τρίτη αίθουσα.
Εδώ, στην προθήκη 1, αριστερά της εισόδου, εκτίθενται αγγεία, τα περισσότερα του 7ου και 6ου αι. π.Χ., που προέρχονται από εργαστήρια της αρχαίας Ήλιδας, καθώς και μερικά αγγεία του 5ου αι. π.Χ. με μυθολογικές παραστάσεις.
Στην προθήκη 2 μπορείτε να δείτε ακόμη μερικά θαυμάσια εξαρτήματα από διακόσμηση λεβήτων και άλλων σκευών, όπως το πόδι από θυμιατήριο που παριστάνει ένα παιδί σε στάση άλτη (Β1001), από την Ετρουρία, και μια χάλκινη λεκάνη. Παρόμοια ευρήματα θα βρείτε και στην προθήκη 4 (η πρώτη δεξιά από την είσοδο στην αίθουσα). Πάνω από την προθήκη έχουν τοποθετηθεί ένα πήλινο ανθεμωτό ακροκέραμο από το θησαυρό των Γελώων, του 6ου αι. π.Χ., ένα χάλκινο πόδι τρίποδα με παραστάσεις μυθολογικού περιεχομένου, και ένα περιρραντήριο, ενώ στον τοίχο έχει τοποθετηθεί ένα γωνιακό τμήμα από την πήλινη επένδυση του αετώματος του θησαυρού των Γελώων, του οποίου σώζεται η διακόσμηση με λευκό, κόκκινο και μαύρο χρώμα.
Στην προθήκη 3 θα δείτε πήλινα ειδώλια και προτομές, πολλά από τα οποία προέρχονται από τις ανασκαφές για τη θεμελίωση του νέου μουσείου. Το πήλινο γυναικείο κεφάλι (Τ1) που εκτίθεται μαζί με αυτά πιθανόν ανήκε σε ακρωτήριο με μορφή σφίγγας από το θησαυρό των Γελώων, ενώ τα τμήματα πουλιών (Λ33, Λ34, Λ35) ανήκαν στο αέτωμα του θησαυρού των Βυζαντίων.
Στο βάθος της αίθουσας εκτίθεται, αποκατεστημένο, ένα τμήμα του θριγκού από το θησαυρό των Μεγαρέων που ήταν ένας από τους δώδεκα μικρούς ναούς του 6ου και 5ου αι. π.Χ., λατρευτικού αρχικά χαρακτήρα, οι οποίοι ονομάστηκαν «θησαυροί» γιατί αργότερα χρησιμοποιήθηκαν για τη φύλαξη αφιερωμάτων. Παρατεταγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο σε ένα άνδηρο στους πρόποδες του Κρόνιου λόφου, αποτελούσαν αφιερώματα πόλεων της αρχαίας Ελλάδας και των αποικιών τους.
Στο αέτωμα του θησαυρού της πόλης των Μεγάρων εικονιζόταν η μάχη των Ολυμπίων θεών εναντίον των Γιγάντων. Η αναπαράσταση σε σχέδιο που βρίσκεται δίπλα από το αέτωμα θα σας δώσει μια πληρέστερη εικόνα από ό,τι τα σπαράγματα των μορφών που εκτίθενται.
Δίπλα από το θριγκό έχει τοποθετηθεί ένας από τους ελάχιστους σωζόμενους χάλκινους κριούς: Πρόκειται για το μπροστινό τμήμα πολιορκητικής μηχανής, που πήρε το όνομά του από τις μορφές των κριών που υπάρχουν σε καθεμία από τις πλευρές του.
Στην προθήκη 5 εκτίθενται αγγεία προερχόμενα από τοπικά εργαστήρια των Ηλείων και των Λακώνων, από τα οποία ξεχωρίζει η κύλικα με τις μορφές του Δία και της Ήρας σε θρόνο (Κ1292). Στην προθήκη 6 εκτίθενται μικρά χάλκινα αγάλματα και μια μεγάλη συλλογή από χάλκινα και αργυρά κοσμήματα. Στον τοίχο, πάνω από αυτές τις δύο προθήκες, θα δείτε πήλινες σίμες και ακροκέραμα από διάφορα κτίρια που ανεγέρθηκαν στο ιερό της Ολυμπίας στη διάρκεια της αρχαϊκής εποχής.
Τέταρτη αίθουσα. Με την είσοδό σας σε αυτή την αίθουσα θα συναντήσετε ένα από τα γνωστότερα πήλινα αγάλματα της κλασικής εποχής. Πρόκειται για το σύμπλεγμα του Δία και του έφηβου Γανυμήδη, τον οποίο ο θεός έχει αρπάξει στο δεξί του χέρι, για να τον μεταφέρει στον Όλυμπο και να τον κάνει οινοχόο του. Ο έφηβος κρατά έναν κόκορα, που συμβολίζει την ερωτική επιθυμία. Εντύπωση προκαλούν σε αυτό το έργο, το οποίο ήταν πιθανόν ακρωτήριο ναού, οι εκφράσεις των δύο προσώπων και τα έντονα χρώματα που έχουν διατηρηθεί σε αρκετά σημεία.
Κοντά στον πήλινο Δία εκτίθενται τρία μαρμάρινα αγάλματα των ρωμαϊκών χρόνων, αντίγραφα αντίστοιχων χάλκινων αγαλμάτων του 5ου αι. π.Χ. Την περίοδο αυτή το ιερό της Ολυμπίας είχε κατακλυστεί από αγάλματα θεών, ηρώων και ολυμπιονικών, αρκετά από τα οποία ήταν σμιλεμένα από τα χέρια των πιο μεγάλων Ελλήνων γλυπτών της αρχαιότητας.
Ακολουθούν το πήλινο αγαλμάτιο ενός πολεμιστή (Τ3), δύο ενεπίγραφα κράνη, (Μ9 και Μ844) και άλλα δύο κράνη σε ξεχωριστή προθήκη. Το ένα από αυτά (Β2600), όπως μαρτυρεί η επιγραφή που φέρει, ανήκε στον Αθηναίο στρατηγό Μιλτιάδη, που το φορούσε κατά τη διάρκεια της νικηφόρας μάχης εναντίον των Περσών στον Μαραθώνα και το αφιέρωσε κατόπιν στον Δία.
Στην προθήκη 1 εκτίθενται διάφορα τμήματα πήλινων και χάλκινων αγαλμάτων, από τα οποία ξεχωρίζει η πήλινη κεφαλή της θεάς Αθηνάς με τη χρωματιστή στεφάνη από άνθη λωτών, έξοχο δείγμα αυστηρού ρυθμού.
Στην προθήκη 2 εκτίθενται, μεταξύ άλλων, ένα χάλκινο ειδώλιο του Δία που πετά κεραυνό και ένα αγαλμάτιο του θεού Πάνα με λαγωβόλο στο αριστερό του χέρι. Πάνω από την προθήκη έχει τοποθετηθεί ένα μικρό πήλινο δελφίνι.
Στην προθήκη 3 θα έχετε τη μοναδική ευκαιρία να δείτε αντικείμενα και εργαλεία με τα οποία, κατά πάσα πιθανότητα, ο μεγαλύτερος γλύπτης της αρχαιότητας Φειδίας είχε δουλέψει ένα από τα εφτά θαύματα της αρχαιότητας, το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία. Εκτός από την ενεπίγραφη οινοχόη που φέρει χαραγμένο το όνομά του (ΦΕΙΔΙΟ ΕΙΜΙ), μπορείτε να δείτε υπολείμματα υλικών, εργαλεία και πήλινες μήτρες που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των πτυχώσεων στο ιμάτιο του αγάλματος του Δία, της Νίκης που κρατούσε στο ένα του χέρι και των υπόλοιπων μορφών που κοσμούσαν την πλάτη του μεγαλοπρεπούς θρόνου του.
Αίθουσα της Νίκης του Παιωνίου. Η Νίκη του γλύπτη από την αρχαία Μένδη της Χαλκιδικής Παιωνίου είναι πλασμένη από παριανό μάρμαρο. Έχει ύψος περίπου 3 μ. και βρισκόταν στημένη πάνω σε ένα βάθρο ύψους 9 μ. περίπου, που στένευε προς τα πάνω, μπροστά από τη νοτιοανατολική γωνία του λαμπρού ναού του Δία.
Ήταν ανάθημα του συμμαχικού στρατού της Μεσσήνης και της Ναυπάκτου, που αφιέρωσε στο ιερό της Ολυμπίας μετά τη νίκη του, κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, εναντίον των Σπαρτιατών στη νήσο Σφακτηρία το 424 π.Χ. Το έργο κατασκευάστηκε με το ένα δέκατο των λαφύρων αυτής της μάχης (δεκάτη).
Σύμφωνα με την επιγραφή που βρέθηκε χαραγμένη σε έναν από τους 12 σπονδύλους της βάσης του, φιλοτεχνήθηκε ύστερα από διαγωνισμό, τον οποίο κέρδισε ο Παιώνιος, που είχε κατασκευάσει και τα ακρωτήρια του ναού του Δία.
Αυτή η προσωποποίηση της νικηφόρας έκβασης της μάχης, που απεικονίζεται τη στιγμή που πατά το αριστερό της πόδι στη γη, κατεβαίνοντας από τον Όλυμπο για να υμνήσει τη νίκη των συμμάχων, είναι η αρχαιότερη σωζόμενη σε μεγάλες διαστάσεις. Θεωρείται άριστο δείγμα του πλούσιου ρυθμού της κλασικής εποχής, τεχνοτροπίας που αναπτύχθηκε το τελευταίο τέταρτο του 5ου αι. π.Χ. Κατάπληξη προκαλεί ακόμη και σήμερα το γεγονός πώς από έναν τεράστιο όγκο μαρμάρου ο Παιώνιος κατάφερε να δημιουργήσει αυτή την αιθέρια σε κίνηση μορφή. Το γύψινο πρόπλασμα της Νίκης, που μπορείτε επίσης να δείτε στην ίδια αίθουσα, θα σας βοηθήσει καλύτερα να αντιληφθείτε το μεγαλείο αυτής της καλλιτεχνικής κατάκτησης.
Αετώματα και μετόπες. Η μεγάλη κεντρική αίθουσα του Μουσείου της Ολυμπίας χτίστηκε ειδικά για να στεγάσει το σημαντικότατο για την ιστορία της τέχνης σύνολο γλυπτών από το ναό του Δία, δηλαδή το ανατολικό και το δυτικό αέτωμα και τις δώδεκα μετόπες που κοσμούσαν την είσοδο του πρόναου και του οπισθόδομου.
Ο ναός, που χτίστηκε προς τιμήν του πατέρα των θεών, από τον Ήλειο αρχιτέκτονα Λίβωνα, μεταξύ του 470 και 456 π.Χ., ένας από τους μεγαλύτερους ναούς της αρχαίας Ελλάδας, θεωρείται ο τελειότερος της δωρικής ναοδομίας. Οι κίονές του, 6 στις στενές πλευρές και 13 στις μακριές, είχαν ύψος 10,5 μ. και μέγιστη διάμετρο 2,25 μ. Πατούσαν πάνω σε ψηλό κρηπίδωμα και στήριζαν τον ύψους 4 μ. θριγκό. Τα δύο αετώματα, μήκους 26,4 μ. και μέγιστου ύψους 3,5 μ., κοσμούνταν με τις ολόγλυφες μορφές που εσείς σήμερα μπορείτε να δείτε από κοντά σ’ αυτή την αίθουσα.
Ο επιβλητικός αυτός ναός φιλοξενούσε ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, έργο του μεγαλύτερου γλύπτη της αρχαιότητας, Φειδία. Το χρυσελεφάντινο λατρευτικό άγαλμα του ένθρονου Δία, συνολικού ύψους 12 μ., με το κεφάλι να ακουμπά σχεδόν την οροφή του ναού, είναι γνωστό σε εμάς μόνο από μερικές σπάνιες απεικονίσεις του σε νομίσματα και από τη γεμάτη θαυμασμό λεπτομερή περιγραφή του περιηγητή του 2ου αι. μ.Χ. Παυσανία. Από το ίδιο το άγαλμα δε σώζεται τίποτα, καθώς καταστράφηκε από πυρκαγιά, το 475 μ.Χ., στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε μεταφερθεί.
Τα δύο αετώματα του ναού του Δία θεωρούνται άριστα και μοναδικά σε σύνολο δείγματα του ονομαζόμενου αυστηρού ρυθμού, που επικράτησε στη γλυπτική κατά τη διάρκεια του χρυσού για την ελληνική τέχνη και σκέψη 5ου αι. π.Χ. Ένα από τα χαρακτηριστικά του ρυθμού είναι ότι στα πρόσωπα αυτών των αγαλμάτων δεν υπάρχει πια το μειδίαμα των προγενέστερων γλυπτών της αρχαϊκής περιόδου.
Ο γλύπτης που διηύθυνε το εργαστήριο στο οποίο φιλοτεχνήθηκαν παραμένει άγνωστος. Η λεπτομερής περιγραφή του Παυσανία, στην οποία στηρίζεται η σημερινή τους παρουσίαση στο μουσείο, αποδίδει το ανατολικό αέτωμα στο δημιουργό της Φτερωτής Νίκης Παιώνιο και το δυτικό στον Αλκαμένη. Η σύγχρονη ιστορική έρευνα όμως έδειξε πως η πληροφορία αυτή του Παυσανία είναι λανθασμένη.
Ανατολικό αέτωμα. Το θέμα της σύνθεσης του ανατολικού αετώματος είναι η προετοιμασία για τον αγώνα αρματοδρομίας μεταξύ του βασιλιά της Πίσας –όπως ονομαζόταν η ευρύτερη περιοχή της Ολυμπίας– Οινόμαου και του Πέλοπα, γιου του Ταντάλου, που έφτασε από τη μακρινή Φρυγία για να δώσει το όνομά του στη χερσόνησο, η οποία μέχρι τότε ονομαζόταν Απία. Ο τελευταίος, σύμφωνα με το μύθο, νικά με δόλο τον Οινόμαο, παντρεύεται την κόρη του Ιπποδάμεια και ιδρύει τη δυναστεία των Πελοπιδών, η οποία έμεινε στην ιστορία από τα έργα των δραματουργών που περιγράφουν τα πάθη των απογόνων τους Ατρειδών.
Στο κέντρο της σύνθεσης δεσπόζει το άγαλμα του Δία, ύψους 3 μ. περίπου, από παριανό μάρμαρο, όπως όλα τα αγάλματα του αετώματος, που πλαισιώνεται από τους πρωταγωνιστές του μύθου. Στα δεξιά του Δία, μετά το άγαλμα του Οινόμαου, στέκεται η γυναίκα του, Στερόπη, με τα χέρια διπλωμένα, κίνηση που δηλώνει μάλλον την αγωνία της για την έκβαση του αγώνα. Πιο δίπλα βλέπουμε τη γονατιστή μορφή ενός ηνίοχου, το τέθριππο άρμα του βασιλιά, ένα δεύτερο ηνίοχο και μία καθιστή μορφή, στην οποία πιθανόν παριστάνεται μάντης που ιερουργούσε στο ειδικευμένο σε θέματα πολέμου μαντείο της Ολυμπίας. Η μορφή που κλείνει τη δεξιά του Δία γωνία του αετώματος ανήκει στον έναν από τους δύο ποταμούς της περιοχής της Ολυμπίας, στον Κλάδεο ή στον Αλφειό.
Στα αριστερά του Δία εικονίζεται ο Πέλοπας. Δίπλα στον Πέλοπα βρίσκεται η Ιπποδάμεια, δίπλα της μια θεραπαινίδα και το άρμα του μελλοντικού συζύγου της, πιο πέρα ένας γέροντας με το χέρι στο πιγούνι, πιθανόν ο ιερομάντης Αμυθάωνας, η μορφή ενός καθιστού νέου και, τέλος, η προσωποποιημένη μορφή του δεύτερου ποταμού της Ολυμπίας.
Ο κεραυνός που πιθανόν κρατούσε ο Δίας, καθώς και τα όπλα των ηρώων και τα εξαρτήματα των αρμάτων ήταν πρόσθετα, ίσως χάλκινα, και έχουν χαθεί. Επίσης, δεν έχουν σωθεί τα ζωηρά χρώματα των αγαλμάτων, που προσέδιδαν μια διαφορετική ζωντάνια στη σκηνή.
Δυτικό αέτωμα. Το αέτωμα που ήταν τοποθετημένο στη δυτική στενή πλευρά του ναού του Δία σφύζει από ζωή, σε αντίθεση με την απαθανατισμένη ακινησία που επικρατεί στις μορφές του ανατολικού. Εδώ αποδίδεται η μάχη των Λαπιθών με τους Κένταυρους, που συμβολίζει τον αγώνα του πνεύματος κατά των δαιμονικών ενστίκτων της ανθρώπινης φύσης, τη στιγμή της εξέλιξής της. Πρόκειται για άλλη μια μοναδική κατάκτηση της πλαστικής τέχνης των αρχαίων Ελλήνων.
Σύμφωνα με το μύθο, οι Κένταυροι, που είχαν προσκληθεί στο γάμο του βασιλιά των Λαπιθών της Θεσσαλίας Πειρίθου με τη Δηιδάμεια, παραβαίνοντας τον ιερό νόμο της φιλοξενίας, μεθούν και προσπαθούν να απαγάγουν τις όμορφες Λαπιθίδες. Ο βασιλιάς καταφέρνει τελικά να τρέψει σε φυγή τους αλογόμορφους Κένταυρους με τη βοήθεια του μεγάλου ήρωα και φίλου του Θησέα.
Στο κέντρο της μάχης, η μοναδική ατάραχη μορφή του αετώματος, που ανήκει στο θεό του λόγου και της τάξης Απόλλωνα, προτάσσει το δεξί του χέρι προστατευτικά πάνω από τον ώμο του Πειρίθου, δείχνοντας έτσι την εύνοιά του προς τους Λαπίθες. Ο βασιλιάς Πειρίθους επιτίθεται στο βασιλιά των Κενταύρων Ευρυτίωνα, ο οποίος έχει αρπάξει τη Διηδάμεια.
Στα αριστερά του θεού, ο Θησέας ετοιμάζεται να επιτεθεί σε έναν άλλο Κένταυρο, που κρατά αιχμάλωτη ανάμεσα στα μπροστινά του πόδια μια Λαπιθίδα, η οποία προσπαθεί να απωθήσει το αποκρουστικό του πρόσωπο με τα δυο της χέρια. Τις υπόλοιπες εξίσου γεμάτες ένταση σκηνές που συμπληρώνουν αυτό το μοναδικό γλυπτό σύμπλεγμα, που μοιάζει σαν να πάλλεται ολόκληρο, παρακολουθούν, πιθανόν με την ίδια αγωνία όπως εσείς, τα δύο ζευγάρια Λαπιθίδων στις άκρες του αετώματος.
Στις τέσσερις πλευρές της ίδιας αίθουσας, ανά τρεις σε καθεμία, εκτίθενται οι δώδεκα μετόπες που κοσμούσαν τον πρόναο και τον οπισθόδομο του ναού του Δία. Έχουν ύψος 1,60 μ., πλάτος 1,50 μ. και απεικονίζουν τους δώδεκα άθλους του Ηρακλή, ο οποίος, σύμφωνα με έναν από τους μύθους για την ίδρυση του ιερού της Ολυμπίας, ήταν ο ιδρυτής των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο γιος του Δία Ηρακλής, για να εξαγνιστεί από το φόνο της γυναίκας του και των παιδιών του, σύμφωνα με το χρησμό της Πυθίας στο μαντείο των Δελφών, έπρεπε να υπηρετήσει για δώδεκα χρόνια το βασιλιά της Αργολίδας Ευρυσθέα, ο οποίος του ανέθεσε να πραγματοποιήσει ισάριθμους άθλους.
Στη δυτική πλευρά του ναού, σύμφωνα πάντα με την περιγραφή του Παυσανία, υπήρχαν με τη σειρά οι μετόπες με το φόνο του λιονταριού στην κοιλάδα της Νεμέας, την εξόντωση της Λερναίας Ύδρας, του φιδόμορφου τέρατος με τα εννιά κεφάλια, η μετόπη με την παράσταση της εξόντωσης των Στυμφαλίδων Ορνίθων, εκείνη με τον Κρητικό Ταύρο, ακολουθούσε η μετόπη με την αιχμαλωσία του ιερού ελαφιού της θεάς Άρτεμης και, τέλος, η μετόπη με τον Ηρακλή να νικά τη βασίλισσα των Αμαζόνων Ιππολύτη.
Παράλληλα, στην ανατολική, στενή πλευρά του ναού, υπήρχαν οι μετόπες με τον Ερυμάνθιο κάπρο, το άλογο του Διομήδη, την πάλη με τον τρισώματο Γίγαντα Γηρυόνη, το μύθο με τα Μήλα των Εσπερίδων –που είναι μία από τις ωραιότερες–, με το σκύλο Κέρβερο και, τέλος, η μετόπη που απεικονίζει τον άθλο με την κόπρο του Αυγεία.
Έκτη αίθουσα. Από τα ευρήματα της ύστερης κλασικής εποχής και των ελληνιστικών χρόνων που εκτίθενται σε αυτή την αίθουσα, αξίζει να δείτε το εξαιρετικής ομορφιάς μικρό κεφάλι της Αφροδίτης, το οποίο αποδίδεται από ορισμένους μελετητές στον Πραξιτέλη (Λ98, προθ. 1), τη μαρμάρινη κεφαλή αθλητή (Λ99), την εικονιστική κεφαλή του Μεγάλου Αλέξανδρου, που είναι μάλλον αντίγραφο άλλου παλαιότερου αγάλματος (Λ246), το κορινθιακό ημικιόνιο (Λ566) από το κτίριο του Φιλιππείου, που θεμελιώθηκε από το βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο μετά τη νίκη του στη Χαιρώνεια (338 π.Χ.), για να αποπερατώσει την κατασκευή του ο γιος του Αλέξανδρος, και το τμήμα της πήλινης σίμης από το Λεωνιδαίο, το μεγαλύτερο ξενώνα του ιερού της Ολυμπίας, που χτίστηκε το 330 π.Χ.
Η αίθουσα του Ερμή του Πραξιτέλη. Στις 26 Απριλίου του 1877, η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως, ύστερα από πολλούς αιώνες, ένα από τα ομορφότερα δείγματα της αρχαίας ελληνικής πλαστικής.
Το σύμπλεγμα του Ερμή με το μικρό Διόνυσο, που σήμερα θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι είναι έργο του Πραξιτέλη, βρέθηκε κάτω από τα ερείπια του ναού της Ήρας, ο οποίος είχε μετατραπεί σε μουσείο πριν την κατάρρευσή του από σεισμό στα τέλη του 3ου αι. π.Χ.
Ο αγγελιαφόρος των Ολύμπιων θεών παριστάνεται γυμνός, να κρατά στο αριστερό του χέρι το νεογέννητο θεό Διόνυσο, καρπό του έρωτα του Δία με τη Σεμέλη. Ο Ερμής είχε εντολή από τον Δία να τον παραδώσει στις Νύμφες, στο μυθικό βουνό Νύσα, μακριά από την οργή της συζύγου του θεάς Ήρας. Τη στιγμή ανάπαυσης κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, που απαθανατίζει αυτό το μοναδικό έργο, ο Ερμής ακουμπά σε έναν κορμό δέντρου, ο οποίος καλύπτεται από το ιμάτιό του, ενώ, σύμφωνα με τους ειδικούς, στο δεξί του χέρι, που δε σώζεται, κρατά ένα τσαμπί σταφύλι, το οποίο προσπαθεί να πιάσει ο Διόνυσος, ο θεός της ιερής μέθης.
Ο γυμνός θεός, ύψους 2,13 μ., είναι φιλοτεχνημένος γύρω στο 330 π.Χ. από παριανό μάρμαρο. Εντυπωσιάζει με την έντονη στίλβωση της επιδερμίδας του, ένα από τα χαρακτηριστικά της μεγάλης τέχνης του Πραξιτέλη. Θεωρείται άριστο δείγμα της εξέλιξης της γλυπτικής των ύστερων κλασικών χρόνων. Ο νατουραλισμός με τον οποίο έχουν αποδοθεί οι σωματικές αναλογίες, η μακαριότητα που αποπνέει το πρόσωπό του και η ευρυθμία της σύνθεσης είναι μερικά από τα βασικά γνωρίσματα της ελληνικής πλαστικής του 4ου αι. π.Χ.
Ένατη αίθουσα. Στην προτελευταία μεγάλη αίθουσα του μουσείου μπορείτε να δείτε ένα μεγάλο αριθμό έργων τέχνης, γλυπτικής κυρίως, που χρονολογούνται από την περίοδο κατάκτησης της Ελλάδας από τους Ρωμαίους (146 π.Χ.) μέχρι και την κατάργηση των αγώνων και την απαγόρευση της λειτουργίας του ιερού, ύστερα από διάταγμα του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Θεοδοσίου Α΄, το 393 μ.Χ.
Μπορεί, βέβαια, τα αγάλματα που θα δείτε σ’ αυτή την αίθουσα να μη σας εντυπωσιάσουν όσο τα αγάλματα των προηγούμενων αιθουσών, αποτελούν όμως δείγματα μιας περιόδου στην ιστορία της τέχνης, αν και ήσσονος μάλλον σημασίας σε σύγκριση με τις κατακτήσεις της ελληνικής τέχνης μέχρι και πριν τη ρωμαϊκή κυριαρχία.
Πολλά από αυτά τα αγάλματα είχαν τοποθετηθεί στο Νυμφαίο, τη μνημειακή κρήνη-δεξαμενή, που κατασκευάστηκε από τον πλούσιο Ηρώδη τον Αττικό το 2ο αι. μ.Χ. και ήταν το τελευταίο μεγάλο οικοδόμημα που ανεγέρθηκε στο ιερό.
Αν θέλετε να σχηματίσετε μια γενική εικόνα γι’ αυτή την περίοδο στην ιστορία της τέχνης, μέσω κάποιων χαρακτηριστικών δειγμάτων της, δεν έχετε παρά να δείτε το πρώτο άγαλμα που θα συναντήσετε στο αριστερό σας χέρι μόλις μπείτε στην αίθουσα (Λ132, Λ137), που είναι αντίγραφο πρωτότυπου έργου του 4ου αι. π.Χ., το μαρμάρινο γυναικείο άγαλμα στο οποίο πιθανόν εικονίζεται η γυναίκα του Νέρωνα Ποππαία Σαβίνα (Λ144, λίγο μετά την προθήκη, στο αριστερό μέρος της αίθουσας), το άγαλμα του αυτοκράτορα Κλαύδιου (Λ125) και αυτό του αυτοκράτορα Τίτου (Λ126) (και τα δύο στην αρχή της αίθουσας στο δεξί σας χέρι), το άγαλμα του φιλέλληνα αυτοκράτορα Αδριανού με στεφάνι δάφνης στο κεφάλι και ανάγλυφες παραστάσεις στο θώρακα (Λ148, στη μέση περίπου της αίθουσας), καθώς και το άγαλμα που πιθανόν εικονίζει τον αφηρωισμένο ευνοούμενό του Αντίνοο (Λ104 και Λ208).
Την προσοχή σας αξίζει και το μαρμάρινο ομοίωμα ταύρου που εκτίθεται στη μέση περίπου της αίθουσας. Προέρχεται και αυτό από το Νυμφαίο και φέρει επιγραφή, σύμφωνα με την οποία το μεγαλοπρεπές οικοδόμημα ήταν ανάθημα στον Δία από τη γυναίκα του Ηρώδη Ρηγίλλα.
Δέκατη αίθουσα. Στην τελευταία αίθουσα του μουσείου εκτίθενται τα ευρήματα που σχετίζονται με τους λαμπρότερους αγώνες της αρχαιότητας, που διοργανώνονταν, σύμφωνα με την επικρατέστερη θεωρία, κάθε τέσσερα χρόνια, όπως στις μέρες μας, από το 776 π.Χ. μέχρι και το 393 μ.Χ., όταν καταργήθηκαν με διάταγμα του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Θεοδοσίου Α΄.
Θεοί, ημίθεοι και ήρωες ερίζουν ακόμη για το ποιος ήταν ο ιδρυτής των Ολυμπιακών Αγώνων. Σύμφωνα με ένα μύθο, ιδρυτής ήταν ο ίδιος ο Δίας, για να γιορτάσει τη νίκη του εναντίον του πατέρα του Κρόνου. Ένας άλλος μύθος θέλει τον Ηρακλή ιδρυτή των αγώνων, για να τιμήσει τον Δία, που τον είχε βοηθήσει να νικήσει τον Αυγεία, ενώ σύμφωνα με έναν τρίτο μύθο ιδρυτής ήταν ο Πέλοπας.
Μέχρι τις αρχές του 5ου αι. π.Χ., οπότε το στάδιο χωρίστηκε από το υπόλοιπο ιερό, οι αγώνες είχαν θρησκευτικό χαρακτήρα, ενώ έκτοτε η έννοια του αθλητισμού αποσπάστηκε σταδιακά από τη λατρεία.
Αριστερά και δεξιά της εισόδου θα δείτε τα δύο αγάλματα της θεάς Νέμεσης που είχαν στηθεί στην είσοδο του σταδίου, για να θυμίζουν στους αθλητές την τιμωρία που τους περίμενε σε περίπτωση που έκαναν κάτι με το οποίο παρέβαιναν τους αυστηρούς κανονισμούς των αγώνων.
Στην προθήκη 1 εκτίθεται μια σειρά από μικρά αγάλματα, από τα οποία ξεχωρίζουν ο κούρος με το στεφάνι και τα πέντε χάλκινα αναθήματα, που απεικονίζουν δρομέα, δισκοβόλο, παλαιστή, ακοντιστή και άλτη, τους αθλητές που επιδίδονταν στα αγωνίσματα του πεντάθλου. Το πένταθλο εισήχθη στους αγώνες το 708 π.Χ., μετά το αγώνισμα του δόλιχου (αγώνας δρόμου 24 σταδίων) και του δίαυλου (αγώνας δρόμου 2 σταδίων), που προστέθηκαν στο μοναδικό μέχρι το 728 π.Χ. αγώνισμα, που ήταν ο αγώνας δρόμου κατά μήκος του σταδίου (192 μ. περίπου). Σταδιακά τα αγωνίσματα έφτασαν τα 18, που διεξάγονταν, από το 472 π.Χ., μέσα σε πέντε μέρες.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και ένα νόμισμα της ελληνιστικής εποχής, το οποίο στην πίσω πλευρά φέρει τη μοναδική απεικόνιση του κατασκευασμένου από άργυρο και ελεφαντόδοντο τραπεζιού, έργο του μαθητή του Φειδία Κολώτη, πάνω στο οποίο τοποθετούνταν τα μοναδικά έπαθλα των νικητών, οι στέφανοι αγριελιάς.
Στην ίδια προθήκη μπορείτε να δείτε χάλκινες και σιδερένιες στλεγγίδες, που χρησιμοποιούνταν από τους αθλητές για να αφαιρούν από πάνω τους το λάδι, και ένα χάλκινο δίσκο με δύο επιγραφές. Η πρώτη από αυτές υπολογίζει τη χρονολογία του αναθήματος σύμφωνα με τον τρόπο που επικράτησε από τον 3ο αι. π.Χ., που θέλει την αρχή των αγώνων το 776 π.Χ., ενώ η δεύτερη επιγραφή τη μεταθέτει στο 1580 π.Χ., θυμίζοντας τους μύθους που ήταν προφανώς διαδεδομένοι ακόμη τον 3ο αι. μ.Χ., στον οποίο χρονολογείται το ανάθημα.
Μετά την πρώτη προθήκη εκτίθεται η βάση του αγάλματος του ολυμπιονίκη στο παγκράτιο Πολυδάμαντα, ο οποίος είχε αποκτήσει τόσο μεγάλη φήμη, που τον κάλεσε ο βασιλιάς των Περσών Δαρείος να μονομαχήσει με τρεις επίλεκτους άντρες της προσωπικής του φρουράς. Στη βάση του αγάλματος απαθανατίζεται η σκηνή κατά την οποία έχει σηκώσει έναν από αυτούς στον αέρα ενώ τον παρακολουθεί ο βασιλιάς και τέσσερις γυναίκες.
Στην ίδια αίθουσα εκτίθενται και άλλες βάσεις από τα εκατοντάδες αγάλματα ολυμπιονικών που κοσμούσαν το χώρο του ιερού. Μία από αυτές έχει σχήμα αστραγάλου, που ήταν σύμβολο καλής τύχης. Μία άλλη φέρει επίγραμμα, στο οποίο η Κυνίσκα, αδελφή του βασιλιά της Σπάρτης Αγησίλαου, αναφέρεται ως η μόνη γυναίκα ολυμπιονίκης, ενώ ξέρουμε ότι στις γυναίκες, με μοναδική εξαίρεση την ιέρεια της θεάς Δήμητρας Χαμύνης, απαγορευόταν όχι μόνο να αγωνιστούν, αλλά και να παρακολουθήσουν τους αγώνες, όπως και στους μη Έλληνες, στους δούλους και στους ιερόσυλους. Η εξήγηση για τη στέψη της Κυνίσκας είναι ότι στους ιππικούς αγώνες που διεξάγονταν στον ιππόδρομο νικητές αναδεικνύονταν οι ιδιοκτήτες των αλόγων, και όχι οι ηνίοχοι που τα ίππευαν.
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά εκθέματα του μουσείου είναι ο λίθος του αθλητή από την Εύβοια Βύβωνος, βάρους 143,5 κιλών, ο οποίος φέρει επιγραφή όπου αναφέρεται πως τον είχε εκσφενδονίσει ο αθλητής χρησιμοποιώντας μόνο το ένα του χέρι.
Στις άλλες δύο προθήκες της αίθουσας εκτίθενται πήλινα και χάλκινα αντικείμενα της γεωμετρικής και αρχαϊκής περιόδου, τα οποία σχετίζονται με τους ιππικούς αγώνες και τις αρματοδρομίες, που πιστεύεται ότι ήταν τα πιο δημοφιλή αγωνίσματα.
Το σύνολο σχεδόν των γλυπτών από το δυτικό αέτωμα του ναού του Δία στην Ολυμπία εκτίθεται στη μεγάλη κεντρική αίθουσα του Αρχαιολογικού Μουσείου Ολυμπίας.
Γενική άποψη της δεύτερης αίθουσας του Αρχαιολογικού Μουσείου Ολυμπίας με τη συλλογή χάλκινων ευρημάτων της γεωμετρικής και αρχαϊκής περιόδου.
«Ο Ερμής και ο Μικρός Διόνυσος», έργο του Πραξιτέλη (Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας).
Σύμπλεγμα Δία και Γανυμήδη, έργο του 5ου αι. π.Χ. (Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας)
Χάλκινο αγαλμάτιο δρομέα, έργο του 5ου αι. π.Χ. (Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας).
Dictionary of Greek. 2013.